Ἱερὰ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου Βομβοκοῦς, Ναυπακτίας.
Ἱερὰ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου Βομβοκοῦς, Ναυπακτίας
Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου
Γιὰ τὴν ἵδρυση τῆς Μονῆς, ποὺ τοποθετεῖται πιθανότατα στὸν 11ο αἰῶνα, δὲν ἔχουν ἀνευρεθεῖ ἐμπεριστατωμένα ἱστορικὰ στοιχεῖα. Ἡ ἀρχική Μονή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου εἶχε κτισθεῖ 500 περίπου μέτρα βορειοανατολικά τοῦ χωριοῦ Σκάλα, στὴ θέση «παλιομονάστηρο», ὅπου καὶ σήμερα ἀκόμη διατηροῦνται ἐρείπια Ναοῦ.
Ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου μετὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ πρώτου Μοναστηριοῦ βρέθηκε μὲ θαυματουργικὸ τρόπο στὴν ἀπέναντι πλαγιὰ. Οἱ βοσκοὶ τῆς περιοχῆς παρακινημένοι ἀπὸ τὸ ἔντονο φῶς ποὺ τὴν περιέλαμπε μέσα στὴ νύχτα, ἀνακάλυψαν τὸ ἱερὸ κειμήλιο μέσα σὲ σπήλαιο, στὴ θέση «στεφάνια», κοντὰ στή σημερινή Μονή. Τότε σύσσωμος ὁ κλῆρος καὶ ὁ λαὸς ἀποφάσισαν νὰ οἰκοδομήσουν Μοναστήρι πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου. Ἐπέλεξαν τὴν τοποθεσία «καλογερικὸ ἁλώνι», βορειοδυτικά τῆς Μονῆς, φαίνεται ὡστόσο ὅτι ἄλλο ἦταν τὸ θέλημα τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἀφοῦ τὰ οἰκοδομικὰ ὑλικὰ μεταφέρονταν τὴ νύχτα πιὸ χαμηλά, στὴ θέση ποὺ βρίσκεται σήμερα η Μονή.
Πρώτη ἐπίσημη γραπτὴ μνεία τοῦ Ἐνετοῦ διοικητὴ τῆς Ναυπάκτου Giannandrea Trivizan ἔχει ἐντοπισθεῖ σέ ἔγγραφο τοῦ 1688.
Ἀπὸ ἀναφορὰ τοπικοῦ Ἐπάρχου το 1836 πληροφορούμαστε ὅτι ἡ Μονή ὑπῆρξε Σταυροπηγιακὴ μέχρι σχεδὸν τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση.
Τοποθεσία
Ἡ Μονὴ βρίσκεται δεκαπέντε περίπου χιλιόμετρα βορειοανατολικὰ τῆς Ναυπάκτου, κοντὰ στὸ χωριό Βομβοκοῦ, στερεωμένη στοὺς ἀπόκρημνους βράχους τῆς ἀνατολικῆς πλαγιᾶς τοῦ Ριγανίου ὄρους μοιάζει νὰ κρέμεται πάνω ἀπὸ τὴ βαθειά χαράδρα ποὺ ἀνοίγεται πρὸς τὰ κάτω.
Ἡ Μονὴ πλαισιώνεται πρὸς τὰ δυτικὰ ἀπὸ πλούσια βλάστηση· δεσπόζουν μεγαλοπρεπεῖς αἰωνόβιοι πλάτανοι καὶ πηγαῖα ρυάκια ἀπὸ τὶς φυσικὲς κρῆνες ἐξαίρουν τὸ εἰρηνικὸ τοπίο. Πρὸς τὸν Νότο ἐκτείνεται χαμηλὰ ἡ πεδιάδα τοῦ Μόρνου. Παρεμβάλλεται ἡ θάλασσα καὶ ἀπέναντι, στὸ βάθος τοῦ ὁρίζοντα, διαγράφονται οἱ ἐπιβλητικοι ὄγκοι τῶν βουνῶν τῆς Πελοποννήσου.
Ἡ φυσικὴ καλλονὴ τῆς εὐρύτερης περιοχῆς συνέβαλε στὴν κατοίκησή της ἀπὸ τὴν κλασσική ἀρχαιότητα «κατὰ κώμας ἀτειχίστους», ὅπως χαρακτηριστικὰ ἀναφέρει ὁ Θουκυδίδης. Στὴν ἔκταση ἀρχαίου οἰκισμοῦ θεμελιώθηκε ἀργότερα καὶ η Μονή, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ μοναδικὴ ἐπιτύμβιος στήλη ποὺ βρέθηκε στὸ χῶρο του. Κατασκευασμένη ἀπὸ λευκὸ μάρμαρο, ὕψους 0,70μ., πλάτους 0,35μ. καὶ πάχους 0,06μ., φέρει μὲ γράμματα τοῦ 2ου μ.Χ. αἰῶνος τὴν ἐπιγραφή:
«Αὖλ. Οὐιτέλλιος
Τέρτιος· ἔτ. λε’
Πάρδαλις θυγάτηρ»
Ὁ κατακερματισμὸς τῶν οἰκισμῶν ποὺ συναντᾶται καὶ σήμερα στὴν περιφέρεια, καθὼς καὶ τὰ ἀρχαιολογικὰ εὑρήματα ποὺ κατὰ καιροὺς ἔρχονται στὸ φῶς, ἀπηχοῦν ἀμυδρὰ τὴν ἱστορία τοῦ τόπου.
Το Καθολικό - Αρχιτεκτονική
Τό Καθολικό της Μονής οἰκοδομήθηκε τὸ 1695 στὴ θέση παλαιότερου, ποὺ εἴτε εἶχε ὑποστεῖ ἀνεπανόρθωτη φθορὰ ἀπὸ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου εἴτε δὲν κάλυπτε πλέον τὶς ἀνάγκες τῆς ἀδελφότητος. Πάνω ἀπὸ τὴν εἴσοδό του, σὲ ἐντοιχισμένη μαρμάρινη κτητορικὴ ἐπιγραφή, ἀναγράφονται χαρακτηριστικὰ μὲ βυζαντινὰ γράμματα τὰ ἑξῆς:
ΑΝΕΚΑΙΝΙCΘΗ ΕΚ ΒΑΡΑΘΡΩΝ
Ο ΘΕΙΟC ΚΑΙ ΠΑΝCΕΠΤΟC ΝΑΟC ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ
ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΔΙΑ ΔΑΠΑΝΗC ΤΟΥ ΟCΙΩΤΑΤΟΥ
ΕΝ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΙC ΚΥΡ ΑΡCΕΝΙΟΥ
ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΝΑΟΥ ΑΧϟΕ’
AΠΡΙΛΛΙ(ΟΥ)
Τὸ Καθολικὸ εἶναι Ναὸς σταυροειδὴς τετρακίονος μὲ τροῦλλο. Χαρακτηριστικὸ του γνώρισμα -ποὺ παραπέμπει ἴσως στὴν ἀλλοτινὴ Σταυροπηγιακή του ἰδιότητα καὶ ὁπωσδήποτε δηλώνει βυζαντινή ἐπίδραση - εἶναι οἱ δύο ἁψίδες -βόρεια καὶ νότια- μὲ λειτουργική χρήση χορῶν κατά τὸν ἁγιορείτικο τύπο.
Τὸ Καθολικό ἔχει κατασκευασθεῖ μὲ πελεκητὴ πέτρα τοποθετημένη ἐπιμελῶς καὶ ἁρμολογημένη μὲ κονίαμα. Μεγάλα τμήματα πορόλιθων τοῦ 15ου ἤ 16ου αἰῶνα στὴν ἀνατολική κυρίως πλευρά προέρχονται ἐνδεχομένως ἀπό τὸν προγενέστερο Ναό.
Τά κιονόκρανα εἶναι μαρμάρινα καὶ παριστάνουν ἑλικοειδή ἄκανθα. Οἱ «φαγωμένες» ἀκμές τῶν τοίχων τῆς προσόψεως τοῦ Καθολικοῦ παραπέμπουν σὲ ἀρχιτεκτονική ἰδιορρυθμία τῶν κτιρίων τῆς Βενετίας τοῦ 16ου αἰῶνα.
Ἔτσι τοποθετεῖται τοπικά καὶ χρονικά στὸ σταυροδρόμι τῶν καλλιτεχνικῶν ρευμάτων ἀνατολῆς καὶ δύσης τοῦ 17ου αἰῶνα, συμπλέκει ἁρμονικά στὸ λιτό καὶ ἐπιβλητικό ἀρχιτεκτονικό του σύνολο βυζαντινές καὶ δυτικές ἐπιδράσεις ποὺ τοῦ προσδίδουν ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον.
Στὰ ἀριστερά, τμῆμα ἀπὸ θωράκιο βυζαντινῆς τέχνης, πού ἀνάγεται στὸν 11ο αἰῶνα, παριστάνει ἀετὸ ποὺ ἁρπάζει μὲ τὰ νύχια καὶ τὸ ῥάμφος του λαγό. Πρόκειται ἐνδεχομένως γιὰ τὸ μοναδικό θωράκιο ποὺ διασώθηκε ἀπό τὸ τέμπλο τοῦ ἀρχικοῦ Ναοῦ, πού χρησιμοποιεῖται ἐδῶ ὡς διακοσμητικό.
Στὰ δεξιά, βρίσκεται ἐντοιχισμένο οἰκόσημο Βενετοῦ ἄρχοντα ἀπό τόν 15ο αἰῶνα μὲ ἀνάγλυφη συμβολικὴ παράσταση: μέσα σὲ ἀσπιδόμορφο πλαίσιο εἰκονίζεται φτερὸ καὶ πόδι πουλιοῦ, ἐνῶ στὰ πλάγια κρέμονται κροσσωτὲς ταινίες κάτω ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶναι χαραγμένα τὰ γράμματα Τ καὶ Ο. Εἰκάζεται ἔτσι ἡ σχέση τῆς Μονῆς μὲ τὴ Λατινικὴ Ἀρχιεπισκοπὴ Ναυπάκτου (Lepanto), ποὺ εἶχε ἐγκατασταθεῖ ἀπό τὸν Ταραντῖνο Φίλιππο στὴν πόλη (1307 -1499) ἢ μὲ τὴ Βενετικὴ διοίκησή της (1407 - 1499). Ἀνάμεσα στὰ δυὸ ἀνάγλυφα κυριαρχεῖ ἡ κτητορικὴ ἐπιγραφή.
Το Καθολικό - Τοιχογραφίες
Ἡ εἰκονογράφηση τοῦ Καθολικοῦ ἀκολουθεῖ γενικά τὴν αὐστηρὴ τεχνοτροπία τῆς Βασιλεύουσας μὲ ἀσκητικές τάσεις, κάποτε μάλιστα φωτίζεται ἀπὸ μακρινὲς ἀναλαμπὲς τῆς Παλαιολόγειας τέχνης.
Κατά μία ἐκδοχή ἡ ἁγιογράφηση τοῦ ναοῦ ὁλοκληρώθηκε μεταξύ τῶν ἐτῶν 1703 καὶ 1722 ἀπό τοὺς δόκιμους καλλιτέχνες Πάνο καὶ Χρῆστο, ἀγνώστων ἐπωνύμων καὶ καταγωγῆς, τῶν ὁποίων τὰ ὀνόματα μνημονεύονται στὴν Ἁγία Πρόθεση.
Ἀνάμεσα στὶς πολὺ καλὰ διατηρημένες τοιχογραφίες τοῦ Ἱεροῦ Βήματος ξεχωρίζει ἡ Πλατυτέρα μὲ τὸν Χριστὸ εὐλογοῦντα. Τὸν θόλο, πάνω από τὸ Ἱερό, κοσμοῦν πολύ παραστατικές σκηνές ἀπό τὴ Θεία Λειτουργία.
Κάτω ἀπὸ τὴν Πλατυτέρα, σὲ χωριστὴ ζώνη, παριστάνεται ἡ Μετάδοση καὶ Μετάληψη τῶν Ἀποστόλων καὶ χαμηλότερα ὁλόσωμοι οἱ συλλειτουργοῦντες ἱεράρχες.
Ἡ ὅλη ὀργάνωση τῶν εἰκονογραφικῶν θεμάτων καὶ ἡ μελέτη τους ἐμπνέει θεολογικές προεκτάσεις πέρα ἀπό τὶς λειτουργικές, ἀφοῦ ὁ κυρίως Ναός συνιστώντας μικρογραφία τοῦ σύμπαντος κόσμου ἀπηχεῖ ὅλη τὴν ὀρθόδοξη θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας περί τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου.
Ἐξαιρετικῆς τέχνης καὶ μοναδική στὸ εἶδος της εἶναι ἡ παράσταση τοῦ «Ἀναπεσόντος» πάνω ἀπό τὴ βασιλική θύρα. Σὲ ὅλο τὸν ἑλλαδικό χῶρο κατά τὴ βυζαντινή καὶ μεταβυζαντινή περίοδο, μόνο στὸν συγκεκριμένο ναό εἰκονίζεται αὐτό το θέμα, τὸ ὁποῖο, ἄγνωστο ἀκόμη ἐκείνη τὴν ἐποχή, μετέφερε πιθανότατα ὁ δημιουργός του ἀπό τὴν Πόλη.
Μὲ πολλὴ ἐπιτυχία εἰκονίζονται στήν πάνω ζώνη τῆς νότιας καὶ βόρειας πλευρᾶς δώδεκα σκηνὲς ἀπὸ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, σύμφωνα μὲ τὴ γενικότερη συνήθεια ἀπό τὴν ἐποχή τῶν Παλαιολόγων νὰ ἀπεικονίζεται τὸ συναξάρι καὶ τὰ μαρτύρια τοῦ Ἁγίου στὸν Ναό πού τοῦ ἔχει ἀφιερωθεῖ.
Ἐπίσης πολὺ παραστατικά ἔχει ἀποδοθεῖ ἡ πολυπρόσωπη σύνθεση «Πᾶσα πνοὴ αἰνεσάτω τὸν Κύριον», ἱστορημένη στόν κεντρικό θόλο τοῦ Νάρθηκα. Πρόκειται γιὰ ἔργο ποὺ ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα εἰκονογραφικὰ σύνολα τῆς μεταβυζαντινῆς περιόδου στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο.
Κειμήλια
Δυστυχῶς τὰ πιὸ πολύτιμα κειμήλια τῆς Μονῆς παραδόθηκαν πρὸς φύλαξιν σὲ ἄλλες Μονὲς καὶ Ναοὺς κατὰ τὰ χρόνια τῆς ἐγκαταλείψεως καὶ ἐρημώσεώς της. Οἱ φορητὲς εἰκόνες ποὺ διασώθηκαν ἀπό τὴ λαίλαπα τοῦ χρόνου φυλάσσονται μὲ ἐπιμέλεια.
Ἀπὸ τὸ παλαιὸ ξυλόγλυπτο τέμπλο, τὸ ὁποῖο ἔχει ἀντικατασταθεῖ, σώζεται ὁ περίτεχνος σταυρὸς μεγάλου μεγέθους ποὺ ἦταν τοποθετημένος πάνω ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη. Μεγάλης ἱστορικῆς ἀξίας εἶναι παλαιό δίπτυχο πού χρονολογεῖται ἀπό τὸ 1830. Τέλος, τὴν ἀξιόλογη παρακαταθήκη τῆς Μονῆς συμπληρώνει χάλκινος ἐγχάρακτος δίσκος ἀντιδώρου ἀπό τὸ 1786.
Ἡ Μονή στά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας
Γεγονὸς εἶναι ὅτι ἡ Μονὴ γνώρισε μεγάλη ἀκμὴ στὸ τελευταῖο τέταρτο τοῦ 17ου αἰῶνα, ὁπότε ὁλοκληρώθηκε καὶ ἡ ἀνακαίνιση τοῦ Καθολικοῦ. Τὸ 1733, μὲ ἔκδοση σχετικοῦ φιρμανίου, ὁ Σουλτάνος Μαχμούτ Α’ ἀναγνώρισε τη Μονή ὡς νομικὸ πρόσωπο, ἀνάλογο πρὸς τὰ μουσουλμανικὰ τεμένη καὶ τῆς παραχώρησε ὁρισμένα περιουσιακὰ προνόμια.
Γενικὰ, γιὰ τὴν ὑλική, ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ συμπαράσταση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Τουρκοβενετικοῦ πολέμου (1687-1699), ὅπως καὶ κατὰ τὶς ἐπαναστάσεις τοῦ 1770 καὶ τοῦ 1821, βεβαιώνεται ἐγγράφως ὅτι «ἡ Μονὴ ὠφέλησεν διὰ διαφόρων βοηθημάτων τὴν ἐπαρχίαν». Ἀλλοῦ πάλι πιστοποιεῖται εὐγλωττότερα ὅτι «Τὸ ἱερὸ καταγώγιον τοῦ Προδρόμου ἐπὶ τῆς ἱερᾶς ἡμῶν ἐπαναστάσεως μέχρι τῆς ἀπελευθερώσεως … ἀνεδείχθη τὸ καταφύγιον τῶν ἀπόρων, ἐντοπίων καὶ ξένων, καὶ ἰδίως τὸ στήριγμα τῆς στρατιωτικῆς δυνάμεως τῆς ἐνεργούσης τὸν ἀποκλεισμὸν τοῦ φρουρίου τῆς Ναυπάκτου…».
Σύγχρονη Ἱστορία
Τὸ 1940 ἡ Μονὴ μετατρέπεται σὲ γυναικεία μὲ τὴ συνακόλουθη ἐγκαταβίωση σ’ αὐτὴν τῆς Γερόντισσας Μαριάμ. Προσῆλθε ἐπισήμως στη Μονή τῆς μετανοίας της τὸ 1943 γιὰ νὰ λάβει κατά τὴν κουρά της τὸ μοναχικό ὄνομα Μαριάνθη.
Τὴ Γερόντισσα Μαριάμ διαδέχτηκε ἡ ἐνάρετη Γερόντισσα Παρθενία, ἄνθρωπος προσευχῆς, πρᾶος, ταπεινός καὶ ἡσύχιος.
Σύμφωνα μὲ πληροφορίες πού ἀντλοῦνται ἀπό τὸ Μοναχολόγιο τῆς Μονῆς, ἡ Γερόντισσα Μαριάνθη καταγόταν ἀπό τὴ Δάφνη καὶ ὀνομαζόταν κατά κόσμον Μαρία Γκολιᾶ. Ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τὸ 1960, ἀφήνοντας στὴ συνείδηση τῶν ἐντοπίων ἀγαθές ἀναμνήσεις ἀπό τόν δυναμισμό καὶ τὴν ἐργατικότητά της, καθώς καί τίς ἄοκνες προσπάθειές της γιά τήν ἐπαναλειτουργία τῆς ἐρειπωμένης Μονῆς μέ τή βοήθεια τῆς τετραμελοῦς συνοδείας της.
Τὴ Γερόντισσα Μαριάνθη διαδέχθηκε το 1960 ἡ Γερόντισσα Παρθενία, ἡ οποία πορεύθηκε εἰρηνικά ὡς ἄνθρωπος προσευχῆς, πρᾶος και ταπεινός - ὅπως θυμοῦνται οἱ παλαιότεροι- μαζί μὲ τὴ συνοδεία της μέχρι τὴν κοίμησή της, στίς 8.11.1998.
Πανηγύρεις
Τὸ πρόσωπο τοῦ Τιμίου Προδρόμου τιμήθηκε ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀφιέρωσε εἰδικὲς ἡμέρες στὸ λειτουργικὸ ἔτος, κατὰ τὶς ὁποῖες τιμοῦνται σημαντικὰ γεγονότα τοῦ βίου του. Στὴ Μονή μας ἑορτάζονται πανηγυρικὰ:
Ἡ Ἀποτομή τῆς Τιμίας Κεφαλῆς του, τὴν 29η Αὐγούστου.
Τὸ Γενέθλιόν του, τὴν 24η Ἰουνίου
Ἡ Σύναξίς του, τὴν 7η Ἰανουαρίου, κατὰ τὴν ὁποία τοῦ ἀποδίδεται τιμή ὡς ὑπουργήσαντος στὴ Βάπτιση τοῦ Κυρίου μας.
Ἡ Μονή πανηγυρίζει ἐπίσης τὴν ἑορτή τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στὶς 14 Σεπτεμβρίου, σύμφωνα μὲ παλαιά παραδεδομένη συνήθεια.
Καθώς τό Καθολικό τιμᾶται στήν Ἀποτομή τῆς Κεφαλῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἡ πανήγυρις τῆς 29ης Αὐγούστου κατέχει ξεχωριστή θέση στή λατρευτική ζωή τῆς Μονῆς καί στή συνείδηση τοῦ πιστοῦ λαοῦ, πού ἐκείνη τήν ἡμέρα συρρέει κατά ἑκατοντάδες στή Χάρη τοῦ Ἁγίου. Συγκινητικές ἀναμνήσεις καί βαθειά χαραγμένες ἐντυπώσεις ἀπό τήν πανήγυρη ἔχουν σφυρηλατήσει τόν ἰσχυρό καί ἀκατάλυτο δεσμό τῶν Ναυπακτίων μέ τόν ἱερό αὐτό τόπο.
Άλλα κτίσματα
Τὸ οἰκοδομικό συγκρότημα τῆς Μονῆς ἔχει σχῆμα κανονικοῦ τετραπλεύρου πού περικλείει τὸ Καθολικὸ. Παλαιότερα περιελάμβανε τέσσερις πτέρυγες μοναστηριακῶν κτισμάτων, ἀπό τὶς ὁποῖες σήμερα σώζονται μόνο ἡ νότια καὶ ἡ ἀνατολική.
Ἕνας παλαιὸς νερόμυλος στὴν κοίτη τοῦ χειμάρρου Σκᾶ ἀνήκει στη Μονή. Κύριο διακόνημα τῶν παλαιῶν πατέρων ἦταν ἡ καλλιέργεια σιταριοῦ καὶ κριθαριοῦ στὰ πολλά καὶ εὔφορα κτήματα τοῦ Τιμίου Προδρόμου, γεγονός πού ἔκανε ἐπιτακτική τὴν οἰκοδόμηση τοῦ μύλου. Καθώς ἦταν τότε ὁ μοναδικός στὴν περιοχή, φαίνεται ὅτι προσέφερε τὶς ὑπηρεσίες του καὶ στοὺς κατοίκους τῶν γειτονικῶν χωριῶν.
Τέλος, ψηλά στὸ βουνό, δυτικά τῆς Μονῆς καὶ σὲ ἀρκετὴ ἀπόσταση ἀπὸ αὐτό, τὰ ἐρείπια ποὺ διασώζονται ἀνήκουν, κατὰ τὴν προφορικὴ τοπικὴ παράδοση, σὲ παλαιό κοιμητηριακὸ Ναὸ, ἀφιερωμένο στὴν Ἁγία Τριάδα.
Σήμερα, μὲ τὴν ἀμέριστη συμπαράσταση καὶ τὸ πατρικὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Μητροπολίτου καταβάλλονται προσπάθειες γιὰ τὴ συντήρηση τοῦ Ναοῦ καὶ τῶν λοιπῶν μοναστηριακῶν κτισμάτων, τά ὁποῖα συνιστοῦν πολύτιμη ἐκκλησιαστική παρακαταθήκη. Τό μνημειακό αὐτό συγκρότημα περικλείει ἀποθησαυρισμένη λατρευτική, προσευχητική καί γενικότερα πνευματική ζωή αἰώνων, παραπέμποντας συγχρόνως σ’ ἕνα ἱστορικό παρελθόν πού ἔχουμε χρέος νά περιφρουρήσουμε ὡς ἱερή κληρονομιά.